- αυτο-
- [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α' συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του -ο ως αυτ- πριν από ψιλούμενο φωνήεν (πρβλ. αυτάγγελος, αυτάρκης, αυτόπτης), αφομοιωτικά δε ως αυθ-, όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (πρβλ. αυθόμαιμος, αυθόρμητος, αυθύπαρκτος). Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις συνθέτων των οποίων το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν, παρατηρείται η λεγόμενη «χαλαρή σύνθεση», δηλ. δεν γίνεται έκθλιψη (πρβλ. αυτοαγαθός, αυτοέπαινος, αυτοεξορίζομαι). Ως α' συνθετικό λέξεων το αυτο- σημαίνει: 1. αυτό που υπάρχει αφ' εαυτού, αυτόματα ή από τη φύση τουπρβλ. αυθύπαρκτος, αυτεπάγγελτος, αυτοκίνητος, αυτόκτιτος, αυτονόητος, αυτόμορφος, αυτοφυήςαρχ.αυτόγονος.2. την προσωπική προσπάθεια, ενέργεια ή βούλησηπρβλ. αυτόβουλος, αυτοδημιουργητος, αυτοδίδακτος, αυτομαθής, αυτουργόςαρχ.αυτοδαής, αυτότεχνος μσν.-νεοελλ. αυθόρμητος.3. τον ανεξάρτητοπρβλ. αυτάρκης, αυτεξούσιος, αυτοδέσποτος, αυτοδύναμος, αυτόνομοςμσν.- νεοελλ.αυτοκέφαλος.4. τον συγχρονισμό («μαζί», «συνάμα») μ' αυτό που δηλώνει το β' συνθετικόπρβλ. αύτανδροςαρχ.αυτόκλαδος, αυτόπρεμνος, αυτόρριζος, αυτότοκος.5. την απόλυτη, την καθαρή έννοια του β' συνθετικού εμφατικά εκφρασμένηπρβλ. αυτόδηλος, αυτοκατάκριτοςμσν.αυτοθελκτήριοςαρχ.αυτοαγαθός, αυτοάπειρος, αυτόκαλος.6. Την ταυτότητα ή συμπτωση με άλλουςπρβλ. αυτάδελφοςαρχ.αυθαίμων, αυθόμαιμος, αυτοκασίγνητος.7. το εξ ολοκλήρου, αναφορικά με την ύλη που δηλώνεται από το β' συνθετικόπρβλ. αρχ. αυτοσίδηρος, αυτοχόωνος.8. αυτοπάθεια*, κυρίως σε νεώτερους τ. με β' συνθετικό ρ. μέσης φωνήςπρβλ. αυτοδεσμεύομαι, αυτοδιαφημίζομαι, αυτοκατηγορούμαι, αυτοπαρουσιάζομαι, αυτοσυγκρατούμαι, αυτοσυστήνομαι. Επίσης το αυτό χρησιμοποιήθηκε και στη σύνθεση αρκετά μεγάλου αριθμού κύριων ονομάτων της αρχαίας Ελληνικήςπρβλ. Αυτόβουλος, Αυτόδαμος, Αυτοκλής, Αυτόλοχος, Αυτομέδων, Αυτομένης, Αντομήδης, Αυτόνοος, Αυτοσθένης, Αυτοφάνης, Αυτοφών κ.ά. Το λεξιλογικό στοιχείο αυτ(ο)- ως α' συνθετικό εισήχθη με τη μορφή του aut(o)και στην ξένη ορολογία, όπου κατά το πρότυπο των ελληνικών λέξεων πλάστηκαν πολλοί όροι («νόθα σύνθετα») κυρίως επστημονικοί, ελληνογενείς ή μη, αρκετοί από τους οποίους χρησιμοποιήθηκαν αργότερα και στην Ελληνικήπρβλ. αγγλ. autotoxin, γαλλ. autotixineγερμ. Autotoxin (ελλ. αυτοτοξίνη)αγγλ. autoagglutinin (ελλ. αυτοσυγκολλητίνη)γαλλ. autofinancement (ελλ. αυτοχρηματοδότηση)αγγλ. autobiography, γαλλ. autobiographic, γερμ. Autobiographie (ελλ. αυτοβιογραφία)γερμ. Autosuggestion «αυθυποβολή» κ.ά. Τέλος, παράλληλο σχηματισμό με εκείνον των ελληνικών λέξεων με α' συνθετικό αυτ(ο)- εμφανίζουν πολλοί σύνθετοι όροι της Αγγλικής και Γερμανικής με α' συνθετικό αντίστοιχα τα self- και selbst- (με ανάλογη σημασία και λειτουργία προς εκείνη του αυτό-), ενώ αρκετοί από τους όρους αυτούς έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως μεταφραστικά δάνειαλ.χ. αγγλ. self-respect (πρβλ. αυτοσεβασμός), self-service (πρβλ. αυτοεξυπηρέτηση), self-portrait (πρβλ. αυτοπροσωπογραφία)γερμ. selbsverstandlich «αυτονόητος», selbsttauschung «αυταπάτη» κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.